Σύνδρομο De Quervain

Σύνδρομο De Quervain

Τι είναι το Σύνδρομο De Quervain;

Το Σύνδρομο De Quervain ή αλλιώς Στενωτική Τενοντοελυτρίτιδα είναι μία πάθηση, η οποία προκαλείται από τον ερεθισμό των τενόντων του αντίχειρα. Συγκεκριμένα, αποτελεί μία στενωτικού τύπου τενοντοελυτρίτιδα δύο εκ των τενόντων που βρίσκονται στην περιοχή του αντίχειρα. Είναι αποτέλεσμα της φλεγμονής που δημιουργείται στο έλυτρο της περιοχής, η οποία προκαλεί διόγκωση και επομένως δυσκολία στην κίνηση.

Τα άτομα που ασχολούνται με χειρωνακτικές εργασίες, καθώς και οι αθλητές εμφανίζουν αρκετά συχνά προβλήματα στους τένοντές τους. Εκείνα είναι και τα άτομα που ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου εμφάνισης του Συνδρόμου De Quervain.

Ποια συμπτώματα χαρακτηρίζουν το Σύνδρομο De Quervain;

Ο οξύς πόνος στη βάση του αντίχειρα, ο οποίος επιδεινώνεται με τις κινήσεις του δακτύλου και του καρπού, χαρακτηρίζουν το σύνδρομο. Ο πόνος αυτός «χτυπάει» κατά μήκος της νοητής συνέχειας του αντίχειρα. Επιπλέον, είναι πιθανό να εμφανιστεί οίδημα (πρήξιμο) στη βάση του αντίχειρα. Το αίσθημα δυσκολίας κινήσεων, έκτασης και απαγωγής του αντίχειρα, αποτελεί επίσης σύμπτωμα.

Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση του Συνδρόμου De Quervain;

Η διάγνωση του συνδρόμου πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένο ορθοπαιδικό, αφού τα συμπτώματα πιθανό να έχουν προκληθεί από άλλες παθήσεις του καρπού, όπως για παράδειγμα η αρθρίτιδα του αντίχειρα. Ο ορθοπαιδικός θα εξετάσει το ιστορικό του ασθενούς και εν συνεχεία θα προχωρήσει σε ειδικές κλινικές εξετάσεις.

Πώς αντιμετωπίζεται το Σύνδρομο De Quervain;

Συντηρητική θεραπεία:

Ο στόχος της θεραπείας είναι η ανακούφιση του ασθενούς από τον οξύ πόνο, ο οποίος προκαλείται από το τοπικό οίδημα και τον ερεθισμό της περιοχής. Για την επίτευξη λοιπόν αυτού του στόχου, χρειάζονται τα παρακάτω:

  • Χρήση νάρθηκα: Η χρήση νάρθηκα προσφέρει ανακούφιση από τα επίπονα συμπτώματα, αφού κρατάει τον αντίχειρα σταθερό και ακινητοποιημένο.
  • Aποφυγή δραστηριοτήτων που προκαλούν οίδημα και πόνο: Η αποφυγή αυτών των δραστηριοτήτων μπορεί από μόνη της να βοηθήσει δραστικά στην εξάλειψη του πόνου και των λοιπών συμπτωμάτων.
  • Αντιφλεγμονώδη φαρμακευτική αγωγή: Τα αντιφλεγμονώδη φάρμακα χορηγούνται είτε από το στόμα, είτε ενδομυϊκά, με σκοπό την ανακούφιση από τον πόνο που προκαλεί η φλεγμονή. Ωστόσο, η μακροχρόνια χρήση τους δεν συστήνεται. Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να λαμβάνεται αυστηρά για το χρονικό διάστημα που θα ορίσει ο ιατρός.
  • Κορτιζόνη: Η έγχυση κορτιζόνης πραγματοποιείται τοπικά μέσα στο έλυτρο, το οποίο καλύπτει τους τένοντες. Η κορτιζόνη βοηθά να περιοριστεί το οίδημα που έχει δημιουργηθεί στην περιοχή και επομένως ανακουφίζει από τον πόνο. Όπως και για τα αντιφλεγμονώδη φάρμακα, έτσι και για την κορτιζόνη, η κατάχρηση δεν ενδείκνυται.

Xειρουργική θεραπεία:

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συντηρητική θεραπεία δεν αντιμετωπίσει τα συμπτώματα και τη δυσλειτουργία του μέλους, τότε η χειρουργική επέμβαση θα δώσει την οριστική λύση στο πρόβλημα.

Η επέμβαση έχει στόχο να «απελευθερώσει» τους τένοντες, ώστε να λειτουργήσουν και πάλι κανονικά χωρίς να προκαλούν τριβές και φλεγμονή. Το δέρμα συρράπτεται με μία ειδική τεχνική πλαστικής χειρουργικής με σκοπό το καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα που μπορεί να επιτευχθεί.

Η χρονική διάρκεια της επέμβασης δεν ξεπερνά τα 15 με 20 λεπτά και διενεργείται υπό τοπική αναισθησία.

Τι ακολουθεί μετεγχειρητικά;

Μετά την ολοκλήρωση της επέμβασης, ο καρπός και ο αντίχειρας καλύπτονται με βαμβακοταινία και επίδεσμο. Για τις επόμενες τρεις ημέρες, ο ασθενής λαμβάνει αντιβιοτικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Ιατρός και ασθενής παραμένουν σε επικοινωνία, αφού η παρακολούθηση της πορείας της επούλωσης του τραύματος πρέπει να πραγματοποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από τον ιατρό.

επικοινωνία

επικοινωνία